- φωτιστικοῦ
- φωτιστικόςilluminatingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυλόπνευμα — (CH3OH). Είναι η μεθυλική αλκοόλη ή μεθανόλη. Το ξ. είναι υγρό άχρωμο με αδύνατη οσμή. Διαλύεται στο νερό εύκολα. Βράζει σε 64° C και στερεοποιείται σε 97° C. Προκαλεί μέθη και έχει ισχυρή δηλητηριώδη επίδραση που μπορεί να προκαλέσει τύφλωση,… … Dictionary of Greek
πυρόλυση — Η διάσπαση μιας ένωσης σε άλλες ενώσεις, η οποία προκαλείται με την επενέργεια της θερμότητας. Η π. χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία και κυρίως στη θερμική κατεργασία των πετρελαίων, όπου παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό και τεχνικό… … Dictionary of Greek
φανός — I Το μεγαλύτερο νησί της συστάδας των Οθωνών. Bλ. λ. Οθωνοί. II Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 375), στην επαρχία Παιονίας του… … Dictionary of Greek
πολύφωτο — το είδος φωτιστικού με πολλές λάμπες, πολυκάντηλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)